Μια Εξαγριωμένη Γιαγιά

Την ήξερα πάρα πολύ καιρό.

Και γω.

Και γω

Και γω.

Δεν της μίλησα ποτέ.

Ούτε εγώ.

Ούτε εγώ.

Ούτε εγώ.

Μετά κάποια μέρα έλυσε τα άσπρα της μαλλιά. Τα άφησε να ξεφύγουν από τα δέσμια της μαντίλας της. Για την ακρίβεια την πέταξε στον σκουπιδοτενεκέ δίπλα από τον οποίον στεκόμουν αδιάφορος.

Μετά, φανερά ενθουσιασμένη από το επίτευγμα της στάθηκε δίπλα μου με τα μαλλιά της ανακατωμένα και κακοφτιαγμένα.

«Τα μαλλιά που δε φαίνονται κάτω από τις μαντίλες να φοβάσαι» μου είπε «όταν κάτι φαίνεται νοικοκυρεμένο είναι πιο θυμωμένο και διψασμένο για ελευθερία από οτιδήποτε άλλο.»

Γέλασε παράξενα ενώ εγώ κλοτσούσα αφηρημένος τον σκουπιδοτενεκέ. «Χα χα… Άκου τα, νομίζω ότι κραυγάζουν σαν τον Martin Luther King: ‘Ελεύθεροι επιτέλους, δόξα τω Θεώ, είμαστε ελεύθεροι επιτέλους’».

Μετά συνέχισε το δρόμο της επιδεικνύοντας το ειλικρινές αλλά φαφούτικο χαμόγελο της και αφήνοντας τα βρώμικα μαλλιά της να είναι ελεύθερα κάτω από τη βροχή. Να πίνουν εξουθενωμένα το νερό που τόσο απλόχερα τους προσφέρεται.

Την έμαθα πριν από λίγο καιρό.

Και γω

Και γω

Και γω

Είχε ωραίο χαμόγελο και ωραία μαλλιά.

Ναι, όντως!

Ναι, όντως!

Ναι, όντως!

Δεν υπάρχουν σχόλια: