Φανάρια

Βαριέμαι. Βαριέμαι να σηκωθώ από το πουπουλένιο στρώμα που θυμίζει αφράτο σύννεφο. Εγώ είμαι ένα αγγελάκι, σαν αυτό του έρωτα, παχουλό με λευκά φτερά και λαμπερό χρυσό φωτοστέφανο πάνω στις μπούκλες μου. Δεν αντέχω τα χάχανα τους, την έλλειψη στοιχειωδούς συνεννόησης- από την αδράνεια θα σκοτωθώ, από τη βαρεμάρα.
Σηκώνομαι απότομα από το κρεβάτι. Όχι, δεν ένιωσα την ανάγκη να ξυπνήσω, να προσγειωθώ επιτέλους στην πραγματικότητα και να την αντιμετωπίσω. Όχι, δεν ένιωσα την ανάγκη να βρω γιατρειά στην αρρώστια που μαστίζει τα θορυβώδη πιθηκοειδή της πόλης που ζω.
Θέλω απλά να κλείσω το παράθυρο και μαζί με αυτό, όλους τους θορύβους. Το κάνω ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο δρόμο. Υπάρχουν τρία φανάρια στη λεωφόρο πάνω από την οποία αιωρούμαι. Τα κοιτάζω. Το κόκκινο κρατάει δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Έγινε κόκκινο. Μετράω. Δεκατέσσερα, δεκατρία ... εννιά, οχτώ ... τρία, δύο, ένα. Έγινε πράσινο. Το πράσινο κρατάει δύο λεπτά. Εκατό δεκαεννέα, εκατό δεκαοχτώ... ογδονταένα, ογδόντα... εξήντα, πενηνταεννιά... τέσσερα, τρία, δύο, ένα. Κόκκινο. Το κουδούνι. Με ενοχλεί ο θόρυβος.
Ντριν!
Τα κύτταρα του εγκεφάλου μου τρελαίνονται- χτυπιούνται μεταξύ τους, αλληλοκαταστρέφονται. Πιέζω τα δάχτυλα στα αυτιά μου. Τα αφήνω για να ανοίξω την πόρτα. Μια γνωστή φυσιογνωμία με κοιτάζει χαμογελώντας. Κάθεται με την πλάτη στο παράθυρο. Οι σκιές των πολυκατοικιών φαίνονται στον τοίχο απέναντι της. Μιλάει. Κάνει μια παύση. Καταλαβαίνω ότι είναι σειρά μου να μιλήσω . Τεντώνω τους μύες του προσώπου μου και σχηματίζω ένα μηχανικό χαμόγελο. Κοιτάζω από το παράθυρο. Μιλάω στο κόκκινο κοιτάζοντας το κόκκινο φως, μετρώντας δεκατέσσερα, δεκατρία ... εννιά, οχτώ ... τρία, δύο, ένα. Σταματάω. Μιλάει στο πράσινο. Δυο λεπτά. Εκατό δεκαεννέα, εκατό δεκαοχτώ... ογδονταένα, ογδόντα... εξήντα, πενηνταεννιά... τέσσερα, τρία, δύο, ένα.
Ξαπλώνω πάλι στο σύννεφο μου μιλώντας στο κόκκινο φανάρι. Σταματώντας στο πράσινο.