And They Lived Happily Ever After

Τα τρία γουρουνάκια έριξαν τον λύκο σε μια χύτρα με βραστό νερό. Η κοκκινοσκουφίτσα φαγώθηκε από τον λύκο, η πάντα κακιά μητριά είναι άσχημη και ζηλεύει ή και μισεί την θετή της κόρη. Ο πατέρας είναι πάντα άριστος, αγαθός και πάντα νεκρός. Όποτε ζει, είναι κακός και θέλει να πουλήσει τον μικρότερο γιό του όπως και έγινε στη περίπτωση του Κοντορεβυθούλι. Η μαμά λύκαινα, έκοψε τη κοιλιά του λύκου με ψαλίδι για να απελευθερώσει τα κατσικάκια της,γέμισε τη κοιλιά του με πέτρες και τον πέταξε στο ποτάμι. Ο λύκος πνίγηκε. Η Πεντάμορφη ερωτεύτηκε το τέρας όταν έγινε και αυτός όμορφος Πρίγκηπας, παλαιότερα τον ήθελε μόνο φιλικά. Η Σταχτοπούτα είναι θύμα της πάντα μητρίας και των άσχημων θετών αδερφών της και στηρίζεται σε ποντίκια για να φτιάξει ένα πανέμορφο φουστάνι για να ρίξει τον εξίσου πανέμορφο Πρίγκηπα. Αυτός, δε δέχτηκε καν να κοιτάξει τις άσχημες αδερφές.
Έρχεται η χοντρή, θα χαλάσει η μηχανή. Μια κακιά γριά μάγισσα ελέγχει τα δάχτυλάκια μικρών παιδιών για να ελεγξει αν έχουν παχύνει για να τα φάει. Ο άσχημος είναι πάντα κακός, γίνεται καλός μόνο όταν ομορφύνει. Οι μητριές είναι ό,τι χειρότερο μετά από τις μάγισσες. Στη τραγική περίπτωση της Χιονάτης, η μητριά ήταν πιο άσχημη από τη Χιονάτη και επειδή ήταν πιο άσχημη, ζήλεψε και επειδή ζήλεψε θέλησε να σκοτώσει τη Χιονάτη προσφέροντας της ένα δηλητηριασμένο μήλο, αφού πρώτα μεταμορφώθηκε σε άσχημη γριά.
Οι νάνοι ήταν απλοί βοηθοί της Χιονάτης και όλοι είχαν ένα χαριτωμένο αλλά και εκνευριστικό κουσούρι. Η Χιονάτη ήταν πανέμορφη και καλοσυνάτη.
Το ασχημόπαπο διώχθη από την οικογένεια του και επέστρεψε μόνο όταν έγινε κύκνος, τότε όλοι το αγάπησαν. Το φτωχό κοριτσάκι με τα σπίρτα πέθανε αβοήθητο στο πεζοδρόμιο, η μάγισσα δολοφονεί τα κακομαθημένα παιδάκια, ο Oliver Twist τρώει ξύλο σε όλη του τη ζωή και μόλις υιοθετείται από τον πλούσιο επιχειρηματία ζει ευτυχής.
Σε όλα τα κλασσικά παραμύθια θρηνούμε θύματα. Ξεκοιλιασμένους λύκους, κακές γιαγιάδες, ακόμη πιο κακές μάγισσες, άλλους λύκους με καμένους πισινούς, το καλό όμως θριαμβεύει, το κακό και το άσχημο χάνεται με το χειρότερο τρόπο.
Και έζησαν αυτοί καλά και 'μεις καλύτερα (!)

Who let the dogs out?


Αλήθεια πρέπει να ήσουν αξιαγάπητος. Δε σε ήξερε κανείς και σε είδαν έτσι χαριτωμένο, να πηδάς γύρω από το πόδι τους μυρίζοντας διεξοδικά αλλά πάντα ευγενικά με την ουρά όρθια, αλλά τα αυτιά χαμηλωμένα δίνοντας έτσι την εντύπωση οτί ακόμη φοβάσαι... Γρύλισες σε έναν αλλοδαπό που πήγε να τους πάρει το πορτοφόλι και αμέσως σε λάτρεψαν. Σε αγκάλιασαν βλέποντας τον τρομαγμένο ξένο να φεύγει κουτσαίνοντας στο πόδι που τον δάγκωσες. Μα τι υπέροχο σχέδιο.
Κάθε μέρα ήσουν στο μέρος που σε πρωτοσυνάντησαν. Με τα αυτιά χαμηλωμένα για να σε λυπηθούν αλλά και με την ουρά όρθια για να είσαι χαριτωμένος. Δεν ήθελες να είσαι ένα αδέσποτο σαν όλα τα άλλα. Είχες πλέον βάλει σκοπό να μπεις στο σπίτι τους, ως φύλακας, ως προστάτης. Δεν ξέρω αλήθεια αν οι σκοποί σου ήταν όντως τόσο αγαθοί, αλλά σε πίστεψαν και σύντομα έδιωξαν τη γάτα από το σπίτι για να βάλουν εσένα. Εσύ ήσουν φρουρός άλλωστε! Θα τους προστάτευες. Αλλά γάτες και αδέσποτα σκυλιά συνήθως δεν κολλάνε. Προτίμησαν εσένα και έδειχνες την υπερηφάνεια σου σε κάθε πιθανή ευκαιρία. Όταν έρχονταν καλεσμένοι και φίλοι ήσουν πάντοτε ζωηρός αλλά ευγενικός, όταν έρχονταν εχθροί ήσουν επιτακτικός και επικίνδυνος, ίσως και να τους δάγκωσες μερικές φορές, αλλά πάντα με τις ευχές των αφεντικών σου.
Σύντομα τα αφεντικά σου σε εμπιστεύτηκαν (ίσως περισσότερο απ' ότι θα 'πρεπε), έφυγαν για λίγες μέρες και συ βρήκες την ευκαιρία να ξεσκάσεις. Έκανες νέους φίλους που ήθελαν και αυτοί να μένουν στο ίδιο σπίτι και τους έβαλες, χωρίς να σκεφτείς μπάσταρδε οτί με τίποτε τα αφεντικά σου δε θα δεχτούν τέτοια πρόσκληση. Δε σε ένοιαξε και μακάρι να 'ξερα γιατί. Γιατί να αδικήσεις αυτούς που σε εμπιστεύτηκαν; Όταν γύρισαν, τους γνώρισες τους φίλους σου ενθουσιασμένος, σίγουρος πως αυτοί θα βοηθήσουν στην ασφάλεια του σπιτιού και ίσως στη καλυτέρεψη του. Δεν τα πίστευες όμως αυτά που ισχυριζόσουν, οι άλλοι ήταν απλά τεμπέλιδες και εγωιστές και ίσως φοβόσουν κάπου μέσα σου πως και συ έτσι θα καταλήξεις. Μόνο μπελάδες θα προσέφεραν στα αφεντικά σου και τίποτε άλλο. Ούτε αυτό σε ένοιαξε.
Μέσα σε λίγα χρόνια το σπίτι είχε γίνει σκυλόσπιτο. Οι άνθρωποι, τα αφεντικά σου, αυτοί που σε έσωσαν, αυτοί που σε εμπιστεύτηκαν σου φωνάζουν να λογικευτείς. Εσύ όμως δε καταλαβαίνεις. Ένας σκύλος είσαι άλλωστε. Το σπίτι είχε γεμίσει πια με αδέσποτους σκύλους. Φίλους σου, φίλους φίλων κ.ο.κ εσύ είχες αλλάξει. Το μόνο που σε νοιάζει πλέον δεν είναι η ασφάλεια των ανθρώπων, αλλά μόνο η δική σου ασφάλεια. Να μη φύγεις ποτέ από το σπίτι, να μη σε διώξουν και, ακόμη κι αν σε διώξουν, εσύ να τους αλλάξεις γνώμη με τις ίδιες τεχνικές και τις ίδιες υποσχέσεις που τους είχες χρησιμοποιήσει εξαρχής. Και αυτοί είτε από ανάγκη, είτε από αγάπη, είτε από συνήθεια, είτε από φόβο, είτε από απλή χαζομάρα δε σε διώχνουν. Ανέχονται το σπίτι τους να είναι πλέον ένα σκυλόσπιτο και αυτοί οι ίδιοι απλοί υπηρέτες που φέρνουν σκυλοτροφή και φροντίζουν εσένα και τους φίλους σου.
Ο μόνος άνθρωπος που δε μπορεί να συνηθίσει αυτή τη κατάσταση είναι το παιδί. Που βλέπει τα παιχνίδια, τη γνώση και τα όνειρα του να κατασπαράσονται από σένα και τους φίλους σου. Οι γονείς του όμως δεν το αφήνουν να αντιδράσει. Πάλι καλά για σένα. Θα σε πετούσε έξω από το σπίτι. Εσένα και όλους τους νέους σου φίλους. Σε αυτή τη περίπτωση, θα έπρεπε να ξαναψάξεις μπάσταρδε, ανίκανε για καινούργιους ανόητους ανθρώπους να σε εμπιστευτούν.
(Αφιερωμένο με όλη μου τη καρδιά στον υπέροχο Κώστα και σε όλους τους υπόλοιπους πριν από αυτόν, καθώς και σε όλους τους σκυλοφίλους τους. Ζω για τη στιγμή που το παιδί θα σας στείλει πάλι στο δρόμο. Εκεί που πραγματικά ανήκετε)