Φανάρια

Βαριέμαι. Βαριέμαι να σηκωθώ από το πουπουλένιο στρώμα που θυμίζει αφράτο σύννεφο. Εγώ είμαι ένα αγγελάκι, σαν αυτό του έρωτα, παχουλό με λευκά φτερά και λαμπερό χρυσό φωτοστέφανο πάνω στις μπούκλες μου. Δεν αντέχω τα χάχανα τους, την έλλειψη στοιχειωδούς συνεννόησης- από την αδράνεια θα σκοτωθώ, από τη βαρεμάρα.
Σηκώνομαι απότομα από το κρεβάτι. Όχι, δεν ένιωσα την ανάγκη να ξυπνήσω, να προσγειωθώ επιτέλους στην πραγματικότητα και να την αντιμετωπίσω. Όχι, δεν ένιωσα την ανάγκη να βρω γιατρειά στην αρρώστια που μαστίζει τα θορυβώδη πιθηκοειδή της πόλης που ζω.
Θέλω απλά να κλείσω το παράθυρο και μαζί με αυτό, όλους τους θορύβους. Το κάνω ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο δρόμο. Υπάρχουν τρία φανάρια στη λεωφόρο πάνω από την οποία αιωρούμαι. Τα κοιτάζω. Το κόκκινο κρατάει δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Έγινε κόκκινο. Μετράω. Δεκατέσσερα, δεκατρία ... εννιά, οχτώ ... τρία, δύο, ένα. Έγινε πράσινο. Το πράσινο κρατάει δύο λεπτά. Εκατό δεκαεννέα, εκατό δεκαοχτώ... ογδονταένα, ογδόντα... εξήντα, πενηνταεννιά... τέσσερα, τρία, δύο, ένα. Κόκκινο. Το κουδούνι. Με ενοχλεί ο θόρυβος.
Ντριν!
Τα κύτταρα του εγκεφάλου μου τρελαίνονται- χτυπιούνται μεταξύ τους, αλληλοκαταστρέφονται. Πιέζω τα δάχτυλα στα αυτιά μου. Τα αφήνω για να ανοίξω την πόρτα. Μια γνωστή φυσιογνωμία με κοιτάζει χαμογελώντας. Κάθεται με την πλάτη στο παράθυρο. Οι σκιές των πολυκατοικιών φαίνονται στον τοίχο απέναντι της. Μιλάει. Κάνει μια παύση. Καταλαβαίνω ότι είναι σειρά μου να μιλήσω . Τεντώνω τους μύες του προσώπου μου και σχηματίζω ένα μηχανικό χαμόγελο. Κοιτάζω από το παράθυρο. Μιλάω στο κόκκινο κοιτάζοντας το κόκκινο φως, μετρώντας δεκατέσσερα, δεκατρία ... εννιά, οχτώ ... τρία, δύο, ένα. Σταματάω. Μιλάει στο πράσινο. Δυο λεπτά. Εκατό δεκαεννέα, εκατό δεκαοχτώ... ογδονταένα, ογδόντα... εξήντα, πενηνταεννιά... τέσσερα, τρία, δύο, ένα.
Ξαπλώνω πάλι στο σύννεφο μου μιλώντας στο κόκκινο φανάρι. Σταματώντας στο πράσινο.

Φαντασία(;)

Η φαντασία μου είναι θλιβερά περιορισμένη
Είμαι ο ήχος της κατσαρίδας που συναντά το παπούτσι σου
Ένα οποιοδήποτε παπούτσι
Φτιαγμένο απο ένα μηχάνημα της Αμερικής
Φτιαγμένο απο τα λεπτά δαχτυλάκια ενός παιδιού της Κίνας
Φτιαγμένο απο το σχέδιο ενός φιλόδοξου σχεδιαστή Ιταλικών ρούχων
Πέθανα απο ένα μηχάνημα, απο λεπτά δαχτυλάκια, απο ένα σχέδιο.
Πέθανα απο την ανυπαρξία που με κατέβαλε απο την αρχή
Πέθανα απο την περιορισμένη μου φαντασία.

Ξαφνικά άκουσα τους σοβάδες να τρίζουν
Σκέφτηκα για λίγο πως η φαντασία μου αφήνιασε
Ένα δειλό χαμόγελο παραμόρφωσε το πρόσωπο μου
Οι σοβάδες δεν έτριξαν όμως, ήταν οι σωλήνες της αποχέτευσης
Ένιωσα μια αηδία
Χαμογέλασα επειδή η γειτόνισσα τράβηξε το καζανάκι.

Tουαλέτα (Ανοησίες)



Η αλήθεια είναι πως ανέκαθεν μου άρεσε να κατουρώ σε σπίτια που δεν έχω κατουρήσει ποτέ. Συνήθως όταν μπαίνω σε σπίτια που δεν έχω ξαναμπεί, παίρνω ένα δήθεν ντροπαλό ύφος και λέω:

«Αχ, θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω την τουαλέτα σας;»

Και επειδή κανείς δεν είναι τόσο αγενής ώστε να μου το αρνηθεί, πηγαίνω με συγκρατημένη χαρά στην τουαλέτα. Εκεί, επεξεργάζομαι τον χώρο, κάνω μερικούς σχολιασμούς, ίσως αγγίξω και μερικά έπιπλα ή είδη υγιεινής (το μπιντέ, το νιπτήρα), αν έχει ντουζιέρα αφήνω να τρέξει λίγο νερό και χασκογελάω μόνη μου.

Μετά κατεβάζω το παντελόνι μου ή σηκώνω τη φούστα μου και κάθομαι στο κρύο κάθισμα της τουαλέτας. Κοιτάζοντας γύρω μου χαμογελώντας ικανοποιημένη, κάνω την ανάγκη μου, σκουπίζομαι διεξοδικά και για λίγα δευτερόλεπτα χαζεύω τον χώρο. Μετά σηκώνομαι πάλι, τραβάω το καζανάκι, σηκώνω το παντελόνι μου ή κατεβάζω τη φούστα μου, πλένω τα χέρια μου και επιστρέφω στον οικοδεσπότη λέγοντας του τι ωραία τουαλέτα που έχει:

«Μου άρεσε το χρώμα του πατώματος»

Και αν το χρώμα του πατώματος είναι ένα βρώμικο άσπρο λέω:

«μου άρεσε το χρώμα των τοίχων»

Και αν το χρώμα των τοίχων είναι κακόγουστο τότε λέω κοπλιμέντα του τύπου:

«ωραίος νιπτήρας» , «ωραίος μπιντές» , «τι μάρκα είναι το χαρτί υγείας που έχεις;» , «η εμπειρία ήτο καταπληκτική» και ούτω καθ’ εξής.

Εγώ έχω αναδιοργανώσει τον χώρο της τουαλέτας έξι φορές: Ξεκίνησε από το ξενέρωτο, βρώμικο άσπρο που είχε όταν το πρωτονοίκιασα. Μετά το έβαψα σε έναν ξεκούραστο τόνο του λιλά και τα έπιπλα και είδη υγιεινής έγιναν έντονα πράσινα, μετά αποφάσισα να το κάνω πορτοκαλί – κόκκινο και άφησα τα ίδια έπιπλα, μετά το γύρισα στο μαύρο- άσπρο, και ούτω καθ’ εξης μέχρι που κατέληξα στο χρώμα που έχω τώρα: Σκούρο κόκκινοι τοίχοι με λευκά είδη υγιεινής και ανοιχτά πράσινα ντουλαπάκια.

Έχω μικρή τουαλέτα αλλά ενδιαφέρουσα, όπως και όλο μου το σπίτι το οποίο και αγόρασα πρόσφατα, όταν δηλαδή αποφάσισα πως εδώ θέλω να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου. Το σπίτι μου δεν έχει χρώμα στους τοίχους, δεν χρειάζεται, αλλά έχει ράφια πάνω σε αυτούς, τα οποία ξεκινούν από το πάτωμα και καταλήγουν στο ταβάνι. Περνούν γύρω από τις πόρτες, από τα έπιπλα και από τα παράθυρα. Καλύπτονται από αμέτρητα βιβλία. Στα περισσότερα από αυτά έχω αλλάξει το εξώφυλλο για να δείχνει πιο ενδιαφέρον ή πιο πολύχρωμο και να φαίνεται όμορφη η ράχη του. Κάθε πρωί, ενώ τα ξεσκονίζω (κουραστική δουλειά αν σκεφτεί κανείς πως έχω χιλιάδες βιβλία) ξεδιαλέγω μερικά και περνώ το πρωινό μου διαβάζοντας τα στο σπίτι ή στο βιβλιοπωλείο μου.

Έχω ένα βιβλιοπωλείο που άνοιξα πριν από δύο χρόνια. Έχω και τακτικούς πελάτες που το αγαπάνε πολύ και το προτιμούν ανάμεσα σε πολλά της Αθήνας. Δε μπορώ να πω. Ικανοποιημένη είμαι. Έχω αυτά που θέλω. Λεφτά, βιβλία, ταινίες και γνώσεις. Φίλους δε θέλω να έχω, για να μην αναφερθώ σε ανόητες σχέσεις. Που και που ίσως υπάρξει μια ενδιαφέρουσα γνωριμία, αλλά αυτή κρατά λίγες μέρες.

Ας γυρίσουμε στην τουαλέτα όμως: Η ομορφότερη εμπειρία κατουρήματος υπήρξε στο σπίτι μιας πελάτισσας μου. Μπήκε στο βιβλιοπωλείο ένα πρωινό της Τετάρτης, έχοντας φορέσει ένα αγχωμένο βλέμμα. Μου ζήτησε τον «ταχυδρόμο» του Μπουκόβσκι. Σχολίασα αρνητικά την επιλογή της αποκαλώντας την ξενέρωτη. Μου αντιμίλησε θυμωμένη και έτσι γεννήθηκε μια όμορφη συζήτηση που συνεχίστηκε στο σούπερ – μάρκετ (ήθελε να το προλάβει ανοιχτό) και διακόπηκε στο σπίτι της όταν ζήτησα να χρησιμοποιήσω την τουαλέτα.

Ήτο η πιο ενδιαφέρουσα τουαλέτα που ‘χω δει ποτέ μου. Είχε διαφορετικούς χώρους για την τουαλέτα, τον νιπτήρα και για το μπάνιο! Τα μικρά αυτά δωμάτια, διαχωρίζονταν από λεπτά ημιδιαφανή τζάμια. Αφού έκανα έκπληκτη την ανάγκη μου, (η αίσθηση του να κάνεις την ανάγκη σου κοιτάζοντας έκπληκτος γύρω σου είναι μοναδική) κατέβασα το φουστάνι μου, τράβηξα το καζανάκι και πέρασα στο επόμενο χώρο. Ο πράσινος σκούρος νιπτήρας με τη κόκκινη βρύση με έκανε να την ερωτευτώ. Το δωμάτιο αυτό ήταν ίδιο με αυτό της βρύσης. Πέρασα στο επόμενο δωμάτιο και μου ξέφυγε ένας αναστεναγμός έκπληξης. Αποτελούταν από μαύρα και λευκά πλακάκια, τοποθετημένα ανακατεμένα, και πολλές βρύσες στον τοίχο ώστε να βρέχεσαι από παντού.

Βγήκα στο σαλόνι της και κοίταξα γύρω. Είχε πολύ έντονα και ευχάριστα κουραστικά χρώματα. Πορτοκαλί τοίχοι, πράσινα και μπλε έπιπλα με κίτρινες λεπτομέρειες. Τους τοίχους πλαισίωναν μαυρόασπρες γιγαντοαφίσες του David Lynch, Nouvelle Vague και σπουδαίων ταινιών της εποχής αυτής, καθώς επίσης ένα χρυσό σαξόφωνο, ένα κόντρα μπάσο και μια ακουστική κιθάρα. Είχε αρκετά βιβλία επίσης, και πολύ ενδιαφέροντα albums της jazz.

Καθόταν στον σκούρο μπλε καναπέ και με κοίταζε.

«το μπάνιο σου είναι εκπληκτικό. Σίγουρα το καλύτερο απ’ όσα έχω δει» Δεν είπε τίποτα. Συνέχιζε να με κοιτάζει όμως χαμογελώντας.

«μου αρέσει πολύ το σπίτι σου γενικότερα. Δεν έχω ξαναδει πιο… μοναδικό»

«και μένα μου άρεσε το μαγαζί σου. Με κέρδισε αμέσως» είπε. Κάθισα δίπλα της και επεξεργάστηκα το γυάλινο τραπεζάκι.

Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα νεκρής σιωπής. Εγώ αναβίωνα μέσα μου την όμορφη εμπειρία κατουρήματος που έζησα. Αυτή παρατηρούσε εμένα.

«είσαι πολύ απότομη για πωλήτρια όμως» παρατήρησε

«τι εννοείς;»

«μόλις σου είπα ότι θέλω Μπουκόφσκι μου την είπες»

«σου την είπα γιατί μου άρεσε η επιλογή σου. Αν δε μου άρεσε θα σου ‘λεγα να πας αλλού και ότι αρνούμαι να σου πουλήσω τέτοια αηδία»

Γέλασε.

«αλήθεια; Το ‘χεις κάνει;»

«ναι, σε πολλές περιπτώσεις. Θέλω να ‘χω έξυπνους και μορφωμένους πελάτες»

«δικό σου είναι το μαγαζί;»

«ναι»

«και πιστεύεις πως είσαι έξυπνη και μορφωμένη;»

«κάνω ό,τι μπορώ»

«για να το πιστέψεις;»

«για να είμαι»

με κοίταξε. «Σου αρέσει η Jazz; Θέλεις να βάλουμε Duke Ellington

Έβαλε το Satin Doll χωρίς να περιμένει την απάντηση μου. Μου άρεσε πολύ η επιλογή της. Έκανα πως παίζω πιάνο στο τραπεζάκι. Χαμογέλασε.

«μπορώ να το παίξω στο κόντρα μπάσο» είπε δείχνοντας μου στον τοίχο.

«εγώ στο πιάνο. Να φτιάξουμε συγκρότημα»

«υπέροχη ιδέα» κοιταχτήκαμε για λίγο. Είχε έρθει πολύ κοντά και αναγκάστηκα να αποφύγω την απόπειρα της να με φιλήσει.

«με συγχωρείς» είπε παίρνοντας ένα ντροπιασμένο βλέμμα.

«δεν πειράζει. Απλά δε μου αρέσεις, για αυτό δε θέλω να σε φιλήσω»

Ήταν ένα χοντροκομμένο ψέμα. Ήταν πανέμορφη και ήμουν αναμμένη. Όταν βλέπω ωραίες τουαλέτες ανάβω. Και ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί τόσο ωραίο μπάνιο, άρα ποτέ δεν είχα ξαναβιώσει τόσο μεγάλη κάβλα. Συνέχισα τις αηδίες μου:

«πιστεύω ότι είσαι υπερβολικά ξενέρωτη για τα γούστα μου. Θα προτιμούσα να σε γαμήσω και να σε αφήσω, γιατί με άναψε το σπίτι σου. Αλλά μου αρέσει ο τρόπος που μιλάς και ο τρόπος που ανασαίνεις άρα δε θέλω να σε αφήσω, συνεπώς δε θέλω και να σε γαμήσω»

Δεν απάντησε τίποτα σε όσα είπα. Συνέχιζε να με κοιτάζει για 4 δευτερόλεπτα και σηκώθηκε απότομα και πήγε στην τουαλέτα. Την ακολούθησα.

Μπήκα μέσα αιφνιδιαστικά και την είδα να βγάζει τη μπλούζα της, η οποία ταίριαζε υπέροχα με τα χρώματα του δωματίου. Ένιωσα να υγραίνομαι βλέποντας το σώμα της σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα χρώματα του χώρου σε συνδυασμό με αυτά των ρούχων της.

«θέλω να κάνω μπάνιο» με ενημέρωσε καλύπτοντας το στήθος με τη μπλούζα της.

«ωραία, και γω» είπα βγάζοντας και γω τη μπλούζα μου.

Πήρε ένα ειρωνικό ύφος και, αφού γδύθηκε, προχώρησε προς το τρίτο δωμάτιο με τις πολλές βρύσες. Πλενόταν πολύ αισθησιακά κατά τη γνώμη μου. Φαινόταν σα να θέλει να με ανάψει περισσότερο.

«είσαι αγενής» είπε ενώ σαπούνιζε τα μαλλιά της

«γιατί το λες αυτό;» ρώτησα νιώθοντας το καυτό νερό στο στήθος και στο υπόλοιπο μου σώμα.

«δεν είναι και πολύ ευγενικό να χώνεσαι στο ίδιο μπάνιο με μια κοπέλα που μόλις γνώρισες»

«δε μου φάνηκε να έχεις πρόβλημα. Αν μου εξέφραζες κάποια αντίρρηση θα σε περίμενα απ’ έξω παίζοντας σαξόφωνο»

«όταν τελειώσουμε το μπάνιο δε θέλω να σε ξαναδώ»

«γιατί;»

«γιατί δε σε συμπαθώ»

«σε αυτή τη περίπτωση μπορώ να σε γαμήσω. Γιατί έτσι κι αλλιώς δε θα ξανά-ειδωθούμε»

«δε θέλω»

«δε σε ρώτησα»

Δεν είπε κάτι πάνω σε αυτό. Με κοίταξε απλά θυμωμένη, ξεπλύθηκε και βγήκε.

Όταν βγήκα από το μπάνιο την είδα να κάνει την ανάγκη της. Κάθισα και την κοίταζα μέχρι που τελείωσε. Έκανε πως δεν υπάρχω όταν τράβαγε το καζανάκι.

«σου αρέσει άγριο ή ρομαντικό;» τη ρώτησα εξεταστικά

«άι γαμήσου»

«άγριο δηλαδή» κατέληξα

«φύγε από το σπίτι μου» προχώρησε προς την πόρτα για να μου την ανοίξει προφανώς.

Την έπιασα από το λαιμό και την φίλησα. Αντιστάθηκε για τα πρώτα 34 δευτερόλεπτα, ενώ εγώ σχεδόν την έπνιγα, σφίγγοντας το χέρι μου στον λαιμό της. Μετά ενέδωσε και άρχισε να μου πιέζει την πλάτη. Μέσα στα υπόλοιπα 12 λεπτά, τη γαμούσα με την οδοντόβουρτσα. Όχι με το βουρτσάκι της οδοντόβουρτσας, με την ανάποδη μεριά. Πόναγε πολύ και απαιτούσε να σταματήσω βογκώντας περισσότερο και δαγκώνοντας μου τα χείλια. Πέταξα την οδοντόβουρτσα παραπέρα και έχυσα στο μουνί της. Αναστέναξε και με έπιασε βίαια και με έστησε στα τέσσερα μπροστά από το διαχωριστικό τουαλέτας-νιπτήρα. Μου γαμούσε το μουνί, ενώ μου έγλυφε τον κώλο. Μου γαμούσε τον κώλο, ενώ μου έγλυφε το μουνί. Μετά μου γαμούσε και τα δύο και γω έγλυφα τα καλόγουστα πλακάκια.

Μετά από τρεις ώρες ασταμάτητου σεξ σε όλα τα δωμάτια του μπάνιου, αφού την υποχρέωσα να γαμηθεί με τη βρύση του νιπτήρα και αυτή δέχτηκε υποτακτικά και αφού χτύπησε το κεφάλι μου (ευτυχώς το έκανε μαλακά) στο κάθισμα της τουαλέτας, σηκωθήκαμε και κάναμε ντους. Μέσα στο ντους κάναμε πιο ρομαντικό έρωτα και ένιωσα για άλλη μια φορά να την ερωτεύομαι.

Αυτή ήταν η πιο ωραία εμπειρία στην πιο περίεργη τουαλέτα και με την πιο ενδιαφέρουσα γυναίκα.

Από τότε τη βλέπω σχεδόν κάθε μέρα. Παίζουμε μουσική, διαβάζουμε και κάνουμε έρωτα.

Σήμερα, πέντε χρόνια μετά από τη γνωριμία μας αποφάσισε να παντρευτεί έναν γκέι σχεδιαστή εσωτερικών χώρων.

«δε θέλω να τον παντρευτείς.» της δήλωσα όταν μου έδειξε τη βέρα της

«γιατί;»

«γιατί είναι ομοφυλόφιλος. Γιατί δεν πάει να παντρευτεί άντρα; Τόσα ωραία παιδιά κυκλοφορούν. Γιατί εσένα;»

«γιατί δεν είναι γκέι και επειδή με αγαπάει»

«εσύ δεν τον αγαπάς. Ούτε καν τον γουστάρεις»

«είναι καλός όμως. Δεν πρόκειται να με πληγώσει ποτέ»

«ναι, επειδή δε θα σε αγαπήσει ποτέ»

«μόνο εσύ αγαπάς πληγώνοντας»

«δε σε αγαπάω»

«τότε γιατί πας να με εμποδίσεις;»

«γιατί δε μου αρέσει να γαμάω παντρεμένες»

«πέντε χρόνια πριν δεν ήθελες να με ξαναγαμήσεις γενικότερα»

«τα πράγματα αλλάζουν»

«εσύ όμως ποτέ»

«αυτό γιατί μου ακούστηκε τελεσίδικο;»

«γιατί είναι. Τελειώσαμε σε βαρέθηκα. Δε σε αντέχω. Σε μισώ»

«δε με πείθεις»

«δε με νοιάζει»

«πότε είναι ο γάμος;»

«23 Ιουλίου στην Εκκλησία της πλατείας εδώ»

«θέλεις να έρθω»

«όχι»

«δε σε ρώτησα, στο δήλωσα. Τα λέμε τότε» έφυγα κοπανώντας την πόρτα. Και γω τη μισώ τόσο μα τόσο πολύ. Τη μισώ και τη θέλω δικιά μου. Όλη δικιά μου. Κανενός άλλου. Μα εγώ τα λέω αυτά; Σε 3 μήνες παντρεύονται. Έκανα βόλτες στην είσοδο του σπιτιού της. Έκανα βόλτες στο σημείο που συναντιόμασταν συνήθως. Έκανα βόλτες στο σημείο που μου είπε ότι μ’ αγαπάει και της απάντησα ότι είναι βλαμμένη και να μη ξαναπεί τέτοιες κουταμάρες. Έκανα βόλτες για 2 μήνες. Έκανα βόλτες υπνωτισμένη, νεκρή.

«τι θες από μένα;» με ρώτησε. Τα δάκρυα που έτρεχαν στο πρόσωπο της, της χαλούσαν το μακιγιάζ. Το μακιγιάζ αυτό την έκανε να δείχνει σαν τραβεστί. Το νυφικό της αγκάλιαζε το στήθος και τη μέση της. Τα αδύνατα χέρια της ήταν καλυμμένα με δύο κιτς γάντια.

«το μακιγιάζ σου είναι απαράδεκτο. Σε ασχημαίνει»

«σταμάτα! Σταμάτα επιτέλους σταμάτα! Τι νιώθεις; Πες μου τι νιώθεις; ΣΕ ΑΚΟΥΩ! ΘΕΣ ΕΜΕΝΑ; ΜΕ ΑΓΑΠΑΣ; ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΟΠΩΣ ΕΓΩ; ΠΕΣ ΜΟΥ! Πες μου και τελειώνω αυτόν το γάμο εδώ και τώρα. Αρκεί να μου πεις ότι με αγαπάς. Μόνο αυτό. Με αγαπάς; Για αυτό είσαι δω;»

«δε σε θέλω. Απλά δε θέλω να έχεις κάποιον άλλον»

«θες να είμαι δυστυχής»

«θέλω να είσαι δικιά μου»

Όπως περίμενα με αγκάλιασε σκουπίζοντας τα μουτζουρωμένα δάκρια της στα μάγουλα μου. Με άρπαξε από το πρόσωπο και με γέμισε φιλιά. Όταν της σκούπισα το μακιγιάζ, έλεγξε το αποτέλεσμα σε ένα καθρεφτάκι που έβγαλε από τη τσέπη της και έτρεξε στο κιτς αυτοκίνητο που την περίμενε. Ήταν σαν άγγελος με το λευκό της νυφικό.

Να θυμηθώ...:


1) Να γίνω μικρό κορίτσι κρεμασμένο καρτερικά απο το χέρι σου και χαριτωμένα κοτσιδάκια, και να παίζω χαμογελώντας με μικρά λιλά γουρουνάκια
2) Να γίνω ροζ ή καναρινί σπιτάκι ανακατεμένο με άλλα γκρίζα, και να κλείνω όλη μου τη ζωή σε μια φουξια κορνίζα
3) Να γίνω γόπα παρατημένη στη λαχανί θάλασσα και να επιπλέω μισοβουλιαγμένη και να φωνάζω πως με την ομορφιά επιτέλους τα χάλασα
4) Να γίνω μοντέρνο τραγούδι σε κινητό χοντρού χωριάτη παπού και ο ήχος μου να ακούγεται παντού
5) Να γίνω κρεβάτι τσακωμών συζυγικών και το στρώμα μου να είναι υπαίτιο αναγεννήσεων και χωρισμών
6) Να γίνω ντροπιαστική ομοιοκαταληξία σε ακόμη πιο ντροπιαστικό κείμενο και εφηβική ερωτική ταχυκαρδία
Αυτά τα ολίγα

Ρωσοπόντιος

Tον είδα
Και ήταν πολύ γερασμένος
19 χρονών και γερασμένος
Όμορφος, δε λέω
Ξέρεις πως είναι
Οι άντρες όσο μεγαλώνουν γίνονται όλο πιο γοητευτικοί
Εμείς, πρέπει να είμαστε πάντα νέες
Αλλιώς σαπίζουμε, δεν ωριμάζουμε.
Και τον είδα να κοιτάζει τον ουρανό να ψάχνει κάποια που τον ενοχλούσε
Τον ενοχλούσε, μου είπε, πάρα πολύ.
Του έκανε έλεγχο
Πού είσαι;
Γιατί;
Πώς;
Με ποια; Με ποιόν;
Και να, μου φάνηκε πως ήθελε πάλι κάτι να τον ενοχλήσει.
Ίσως παραήταν ήρεμος

Μια Εξαγριωμένη Γιαγιά

Την ήξερα πάρα πολύ καιρό.

Και γω.

Και γω

Και γω.

Δεν της μίλησα ποτέ.

Ούτε εγώ.

Ούτε εγώ.

Ούτε εγώ.

Μετά κάποια μέρα έλυσε τα άσπρα της μαλλιά. Τα άφησε να ξεφύγουν από τα δέσμια της μαντίλας της. Για την ακρίβεια την πέταξε στον σκουπιδοτενεκέ δίπλα από τον οποίον στεκόμουν αδιάφορος.

Μετά, φανερά ενθουσιασμένη από το επίτευγμα της στάθηκε δίπλα μου με τα μαλλιά της ανακατωμένα και κακοφτιαγμένα.

«Τα μαλλιά που δε φαίνονται κάτω από τις μαντίλες να φοβάσαι» μου είπε «όταν κάτι φαίνεται νοικοκυρεμένο είναι πιο θυμωμένο και διψασμένο για ελευθερία από οτιδήποτε άλλο.»

Γέλασε παράξενα ενώ εγώ κλοτσούσα αφηρημένος τον σκουπιδοτενεκέ. «Χα χα… Άκου τα, νομίζω ότι κραυγάζουν σαν τον Martin Luther King: ‘Ελεύθεροι επιτέλους, δόξα τω Θεώ, είμαστε ελεύθεροι επιτέλους’».

Μετά συνέχισε το δρόμο της επιδεικνύοντας το ειλικρινές αλλά φαφούτικο χαμόγελο της και αφήνοντας τα βρώμικα μαλλιά της να είναι ελεύθερα κάτω από τη βροχή. Να πίνουν εξουθενωμένα το νερό που τόσο απλόχερα τους προσφέρεται.

Την έμαθα πριν από λίγο καιρό.

Και γω

Και γω

Και γω

Είχε ωραίο χαμόγελο και ωραία μαλλιά.

Ναι, όντως!

Ναι, όντως!

Ναι, όντως!

God Bless America


Σε ένα επεισόδιο southpark, ο Cartman κατέληξε σε ένα σπουδαίο συμπέρασμα, το οποίο εκφώνησε στους πολίτες της μικρής του πόλης:

Έμαθα κάτι σήμερα. Αυτή η χώρα ιδρύθηκε απο μερικούς από τους πιο έξυπνους διανοούμενους που υπήρξαν ποτέ. Και γνώριζαν αυτό: Ότι μια αληθινά σπουδαία χώρα μπορεί να πολεμά, ενώ την ίδια στιγμή να κάνει πως δε θέλει. Όλοι εσείς που είστε υπέρ του πολέμου, χρειάζεστε τους διαδηλωτές διότι χάρη σε αυτούς η χώρα φαίνεται να απαρτίζεται απο λογικούς και πονόψυχους πολίτες. Και εσείς που είστε κατά του πολέμου, χρειάζεστε αυτούς τους πολεμοχαρείς, γιατί, αν η χώρα ήταν γεμάτη με φλώρους διαδηλωτές, θα μας κατέστρεφαν στο λεπτό. Για αυτό οι θεμελιωτές της χώρας αποφάσισαν ότι θα έπρεπε να έχουμε και τα δύο. Ονομάζεται "να έχουμε και την πίτα, και τον σκύλο χορτάτο"

I'm So Much Older Than I Can Take



Στέκεται μόνος του στο πλήθος.
Η μαμά του έχει χαθεί.

Πάντα χαμένη είναι
Μόλις έφυγε από το σπίτι του φίλου του.
Ξένες φάτσες, άγνωστες χωρίς ελπίδα γνωριμίας.
Γύρω του ύποπτες μυρωδιές που τις αναγνώρισε αμέσως.
Χαμογέλασε, ξάπλωσε αγκαλιά με μια ψεύτικη χαρά.

Ψεύτικη όπως ο ήλιος που τον τυφλώνει εκεί που θα σταθεί ολομόναχος μετά
Κανένα άλλο χαμόγελο, μόνο το δικό του.

Ο Νταλικέρης Μου


Και μετά ήρθε και με άρπαξε από το λαιμό και δε μπορούσα να αντισταθώ

Δεν ξέρω καν αν ήθελα.

Εννοώ και να απεγκλωβιστώ από τα μπράτσα του τι θα κερδίσω;

Σύντομα θα με ξαναπιάσει έτσι κι αλλιώς

Έτσι προτίμησα να κάτσω φρόνιμη στα χέρια του και να με καθαρίσει μια ώρα αρχύτερα.

Έκλεισα τα μάτια και κοίταξα τον κόσμο.

Ο κόσμος δεν εξαφανίζεται όταν κλείνουμε τα μάτια άλλωστε.

Ο κόσμος είναι μέσα από αυτά.

Και δεν είδα κανέναν.

Τους είδα όλους και κανέναν.

"Σε ποιον θες να πεις αντίο;"

"Σε κανέναν!"

"Γιατί;"

"Γιατί δεν τους νοιάζει αν πεθαίνω ή όχι

Γιατί δε με νοιάζει αν πεθαίνω ή όχι"

"Θα πεθάνεις, μη το ψάχνεις"

"Εντάξει τότε. Δεν τους νοιάζει που πεθαίνω.

Ούτε εμένα νοιάζει που πεθαίνω."

Δε λέω πως στον άλλον κόσμο θα ‘ναι καλύτερα, για αυτό και δεν αυτοκτονώ.

Αν ήξερα πως θα ‘ναι καλύτερα θα το κανα. Τι χαζή είμαι; Γιατί να μη προτιμήσω μια πνευματικά ελεύθερη, αγνή ζωή από το ψυχρό σωματικό βίο που θα τελειώσει από τη μια στιγμή στην άλλη στα χέρια του βρωμερού νταλικέρη;

Χα χα μα είναι δυνατόν ποτέ;

Κοίτα, κάνε μόνος σου τη σύγκριση

Από τη μία, εσύ, ένα σωρό απρόσωπα πρόσωπα, αγενέστατοι ευγενείς, αγράμματοι γραμματείς δημοσίου. Εσύ πολεμάς ανάμεσα τους. Σκίζεις σάρκες, βρίζεις, σκοτώνεις τη ψυχή σου, φτάνεις στη κορυφή. Αλλά πίσω από τον θρόνο του βασιλείου που με τον ιδρώτα σου κατέκτησες, βρίσκεται αυτός ο σιχαμένος τύπος. Όχι ο συγκεκριμένος. Πάλι καλά σκέφτηκε προτού με σφάξει στη μασχάλη του να φορέσει αποσμητικό, αλλιώς δε θα άντεχα να κάνω τέτοιες σκέψεις.

Από την άλλη εσύ με φτερά, να μοιράζεσαι έναν τεράστιο καθαρό, πνευματικό χώρο με άλλα γυμνά αγγελάκια τρώγοντας Philadelphia και συζητώντας με νεκρούς διανοούμενους. Κανέναν δε νοιάζει αν θα φτάσεις στη κορυφή, γιατί στο κάτω- κάτω τη μοιράζονται. Ζουν στη κορυφή χωρίς να είναι μοναχικοί, χωρίς να είναι στριμωγμένοι στα μπράτσα του νταλικέρη. Και χωρίς να φοβούνται. Και χωρίς να πουλάνε καμία ψυχή. Μόνο το σώμα τους στα σκουλίκια.

Καταλαβαίνεις γιατί δε θέλω να δω κανέναν όταν θα βρίσκομαι μισοπνιγμένη;

Γιατί δε θα καταλάβουν γιατί χαμογελάω

Δε θα συνειδητοποιήσουν ποτέ πως αυτοί είναι ο λόγος που χαμογελώ επειδή πεθαίνω.

Τους ευχαριστώ.